- απωθητικός
- -ή, -ό1. ο ικανός ή ο κατάλληλος για απώθηση2. αυτός που προκαλεί δυσφορία ή αποτροπιασμό, αποκρουστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < απωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ιωάννη Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απωθητικός — απωθητικός, ή, ό και απωστικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην απώθηση, στο να απομακρύνει: Είναι γυναίκα απωθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανήδυντος — ἀνήδυντος, ον (Α) [ηδύνω] 1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος 2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός … Dictionary of Greek
απωστικός — ή, ό βλ. απωθητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)